χαρτοκλέβω

χαρτοκλέβω
και λόγιος τ. χαρτοκλεπτώ, -έω, Ν
κλέβω σε παιχνίδι με χαρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ-ιά + κλέβω. Ο τ. χαρτοκλεπτώ (< χαρτοκλέπτης) μαρτυρείται από το 1851 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρτοκλέβω — είμαι χαρτοκλέφτης, κλέβω στα χαρτιά: Δεν τον παίζουμε στη λέσχη μας, γιατί χαρτοκλέβει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοκλεπτώ — έω, Ν (λόγ. τ.) βλ. χαρτοκλέβω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”